Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα .....



Νικηφόρου Λύτρα "Παιδικά κάλαντα" 


Γράφει ο κ. Γιώργος Μπαμπαλής  




Την προπαραμονη της πρωτοχρονιας με επισκεφθηκε ο συμμαθητης μου ο Σταυρος, που καθομασταν στο ιδιο θρανιο στο σχολειο. Ο Σταυρος εμενε στην άλλη ακρη του χωριου κοντα στο σχολειο. Επρεπε να καταστρωσουμε επιτελικο σχεδιο για τα αυριανα καλαντα. 
Ειχαμε σημαντικα θεματα να επιλυσουμε, γιατι τα Χριστουγεννα δεν τα ειχαμε παει καθολου καλα. Μαλιστα, όταν μαζευτηκαμε στην πλατεια του χωριου, όλα τα παιδια που ειπαμε τα καλαντα, ειμαστε από τα ζευγαρια, που ειχαμε τις χειροτερες εισπραξεις. Ο Σταυρος ερριξε το φταιξιμο σε μενα, γιατι δεν αρχισαμε να λεμε τα καλαντα πρωι πρωι, όπως οι περισσοτεροι. Όμως δεν εφταιγα εγω. Η μαννα μου ηταν εκεινη, που επεμενε να παω το πρωι στην εκκλησια για να κοινωνησω και ηταν ανενδοτη. Αποφασισαμε αυριο να ξεκινησουμε πολύ πρωι, μολις χαραξει και εγω συμφωνησα. Το δευτερο που επρεπε να συμφωνησουμε ηταν τα καλαντα που θα λεγαμε. Τα Χριστουγεννα δεν ειχαμε συνεννοηθει και στο πρωτο σπιτι που πηγαμε, στου παππου μου διπλα στο δικο μου, η γιαγια και ο παππους ακουγαν με εκπληξη και χαμογελο εμενα που εψαλλα το «καλην ημεραν αρχοντες» και τον Σταυρο, που ελεγε το «Χριστουγεννα, Πρωτουγεννα, πρωτη γιορτη του χρονου». Καταλαβα το σφαλμα μολις τελειωσα το δικο μου και ακουγα διπλα μου το Σταυρο να συνεχιζει γιατι δεν ειχε τελειωσει το δικο του. Μετα λεγαμε και οι δυο τα καλαντα του Σταυρου, γιατι αυτος δεν ειχε αποστηθισει το δικο μου, που το ειχαμε μαθει προσφατα στο σχολειο και δεν το ηξερε καλα. Για την πρωτοχρονια εγω προτεινα να λεμε το «εις αυτό το νεον ετος, βασιλεων εορτη…» που ηταν πιο μικρο και θα μπορουσαμε να περασουμε γρηγορα από όλα τα σπιτια, ο Σταυρος όμως επεμενε να πουμε το «Αρχιμηνια και αρχιχρονια και αρχη καλος μας χρονος». Ισχυρισθηκε μαλιστα ότι οσοι περισυ ελεγαν το Αρχιμηνια ειχαν περισσοτερες εισπραξεις από τους υπολοιπους. Με επεισε και του εκανα το χατηρι. 
Το τριτο θεμα ηταν ποιος θα κρατουσε τα λεφτα, ποιος θα ηταν κασα δηλαδη. Συμφωνησαμε να τα κρατω εγω στη δεξια μου τσεπη, με τον ορο ότι πριν την μοιρασια ο Σταυρος θα μου εψαχνε και την αριστερη. Μετα θα τα μοιραζαμε εξισου, ανεξαρτητα αν καποιος μας εδινε ξεχωριστα περισσοτερα. Άλλο θεμα που προεκυψε ηταν από ποια γειτονια θα αρχισουμε. Ο Σταυρος ηθελε να αρχισουμε από τη δικη του, μια και τα Χριστουγεννα αρχισαμε από τη δικη μου. Μαλιστα ειπε ότι η θεια του η Φωτεινη στην πρωτη δυαδα που πηγαινε, εδινε ολοκληρο ταλληρο και με επεισε. Στον μαχαλα παντως που ειχε τα φτωχικα σπιτια ομοφωνησαμε ότι θα πηγαιναμε τελευταια, γιατι δεν εδιναν κατι περισσοτερο από δεκαρες η δυαρες, αν εξαιρεσουμε το σπιτι του γραμματεα που τυχαινε να είναι εκει. Στα δικα μας σπιτια ξεκαθαρισαμε ότι θα τα λεγαμε χωρις αμοιβη. Τελος παντων αφου συμφωνησαμε σε ολες τις λεπτομερεις, γιατι ο Σταυρος ανησυχουσε πολύ για τις αυριανες εισπραξεις, χωρισαμε και εφυγε για το σπιτι του. Φευγοντας στο μισοσκοταδο, μου υπενθυμισε: αυριο, πρωι πρωι στο σπιτι μου.
Την άλλη μερα ημουν πολύ πρωι στο σπιτι του Σταυρου, αλλα μολις εφτασα, τον ακουσα να μου φωναζει θυμωμενα: αργησες, αργησες πολύ, μας προλαβαν αλλοι. Πραγματικα άλλη μια δυαδα στεκοταν εξω από την πορτα της θειας Φωτενης και ελεγε τα καλαντα. Το ταληρο το ειχαμε χασει, ειχε δικιο ο Σταυρος. Με την σειρα μας ειπαμε τα καλαντα στη θεια Φωτεινη και μαλιστα χωρις να τα μπερδεψουμε. Εδωσε στο Σταυρο ένα διφραγκο και σε μενα μια δραχμη. Μου ειπε ότι θα κρατησει τη μια δραχμη μια και αργησα, το βρηκα δικιο, αλλα περισσοτερο το εκανα για να ξεθυμωσει.
Συνεχισαμε στο δικο του σπιτι. Πριν να τα πουμε παντα φωναζαμε: «θεια να τα πουμε, θεια να τα πουμε», επαναλαμβανοντας το μαλιστα αρκετες φορες και μολις μας λεγανε : «να τα πειτε, να τα πειτε» αρχιζαμε. Αν δεν μας εδιναν την συγκαταθεση γνωριζαμε ότι δεν θα μας πληρωναν και φευγαμε. Εμενα παντως μου φανηκε πολύ παραξενο να ακουω το Σταυρο να φωναζει στη μαννα του, που ειχε βγει στην πορτα : «θεια να τα πουμε, θεια να τα πουμε» γιατι τελικα τι ητανε, μαννα του η θεια του;
Στο σπιτι του δασκαλου που ακολουθησε, βγηκε ο ιδιος ο δασκαλος να μας ακουσει χαμογελαστος. Μας εκανε εντυπωση, που βλεπαμε το δασκαλο με τις πυζαμες και όχι με το κουστουμι, όπως τον ειχαμε συνηθισει. Επι πλεον τον βλεπαμε από κοντα εκτος σχολειου, γιατι πρεπει να ξερετε, ότι όταν εβγαινε βολτα ο δασκαλος στους δρομους του χωριου, μολις τον βλεπαμε σταματουσαμε το παιχνιδι και τρεχαμε να κρυφτουμε στις γωνιες των σπιτιων για να μη μας δει. Αν μας εβλεπε και το θυμοταν την άλλη μερα, μας περιμενε η βεργα, ιδιως στην περιπτωση που μας επιανε και αδιαβαστους. Τωρα καθολου δεν φοβομασταν, μαλιστα η κυρα δασκαλισσα μας εδωσε και διφραγκο. Η συνηθισμενη αμοιβη για το τραγουδι μας ηταν μια δραχμη και για τους δυο μας. Αν μας εδιναν περισσοτερα ηταν επιτυχια, αν μας εδιναν λιγοτερα κατι γινοτανε, αν δεν μας ελεγαν «να τα πειτε», σκετη αποτυχια. Όλα αυτά όμως τα γνωριζαμε εκ των προτερων και ηταν αναμενομενα.
Η θεια Ρηνα μας εδωσε μας εδωσε μονο ένα πενηνταρακι και στην αρχη απαγοητευθηκαμε. Μας φιλεψε ομως από ένα μεγαλο κομματι μπακλαβα, το οποιο και φαγαμε με τα χερια, λεγοντας ταυτοχρονα «θεια χρονια πολλα». Τα σιροπια εσταζαν στο χωμα η και πανω στα ρουχα μας, αλλα ο μπακλαβας ηταν νοστιμοτατος και δεν μας ενοιαζε. Αυριο γιορταζε ο μπαρμπα Βασιλης ο αντρας της και ειπαμε την ευχη που λεγαμε, όταν στις ονομαστικες εορτες τα παιδια τρεχαμε από σπιτι σε σπιτι, για να μας κερασουν γλυκο για τον εορταζομενο: «θεια χρονια πολλα».
Στο μπακαλικο του κυρ Βασιλη δεν προλαβαμε να μπουμε και μας προφθασε: «πεστε τα, πεστε τα». Ο ιδιος εμεινε σκυμενος πισω από τον παγκο και φυλλογυριζε τα καταστιχα του. Δεν γυρισε καθολου να μας κοιταξει που λεγαμε τα καλαντα αναμεσα στα σακκια με τα φασολια, το ρυζι και το πιτουρο. Μεγαλωνοντας καταλαβα ότι εκανε ταμειο με τα βερεσεδια του χρονου, για να τα ζητησει από αυτους που του χρωστουσαν. Μολις τελειωσαμε μας εδωσε από ένα πενηνταρακι στον καθενα ξεχωριστα. Το ιδιο ειχε κανει και τα Χριστουγεννα. Πενηνταρακια ειχε δωσει και σε όλα τα παιδια που ειχαν περασει από το μαγαζι, το ιδιο εκανε και περσι και προπερσι. Καταλαβαμε ότι ο μπεζαχτας του ηταν γεματος πενηνταρακια.
Ο άλλος μπακαλης, ο Λευτερης στην αρχη δεν ηθελε να τα πουμε. Στα παρακαλια και στην επιμονη μας όμως αποφασισε να υποχωρησει, ιδιως αμα συμφωνουσαμε να μας πληρωσει από ένα μπαλονι, από αυτά τα πιο φθηνα, και μονο αν λεγαμε το « Αγιος Βασιλης ερχεται». Εμεις ετσι και αλλιως αυτό λεγαμε και μετα από λιγο φουσκωναμε τα μπαλονια μας. Μπηκαμε στο μεγαλο καφενειο. Από εκει μας εδιωξαν και δεν τα ειπαμε. Ειχε αρκετους πελατες που επαιζαν χαρτια για το καλο του χρονου και δεν επρεπε να τους ενοχλησουμε. Αντιθετα στα μικρο καφενειο ο καφετζης εδωσε αμεσως την συγκαταθεση του και μαλιστα μας πληρωσε από την πρωτη στροφη, λεγοντας αυτος αντι για μας «και του χρονου και του χρονου»
Ο Αμερικανος μας ικανοποιησε. Μας εδωσε από ένα διφραγκο στον καθενα και μας κρατησε καμποση ωρα ρωτωντας μας ποιανου ημασταν, τι ταξη παμε και ένα σωρο αλλα, που απαντουσαμε μονολεκτικα, γιατι βιαζομασταν να φυγουμε, να παμε αλλου. Να, στο διπλανο σπιτι, ο Μιμης ένα παιδι πολύ μεγαλυτερο από μας, εκλεινε την εξωπορτα και εφευγε. Τρεχοντας του φωναζαμε: «θεια να τα πουμε, θεια να τα πουμε»; Γυρισε μας κοιταξε, ο Μιμης συνεχεια γελουσε από το πρωι ως το βραδυ, και φευγοντας μας ειπε: «πεστε τα, πεστε τα»,το σπιτι εδώ είναι. Ξεραμε ότι μας κοροιδευε, όπως το συνηθιζε. Αν στο σπιτι δεν ηταν κανενας γιατι να τα λεγαμε; Σηκωθηκαμε και φυγαμε.
Ο Γρηγορακης όμως, καλοκαγαθος γεροντας καθοταν διπλα στην ξυλινη σομπα και φαινοταν από το παραθυρο. Διπλα στη εξωπορτα στεκοταν δεμενος ο γηραλεος και ομωνυμος γαιδαρος του. Στις φωνες μας «θεια να τα πουμε, θεια να τα πουμε»; δεν απαντησε καθολου. Του χτυπησαμε αρκετες φορες την πορτα ωσπου να μας ανοιξει. «πεστε τα, πεστε τα», μας ειπε, αλλα λιγακι δυνατα δεν ακουω καλα. Τα ειπαμε οσο δυνατωτερα μπορουσαμε. Ο Σταυρος μαλιστα ηταν και αρκετα βροντοφωνος και ακουγοταν σε ολη τη γειτονια. Και εκει που κοντευαμε να τελειωσουμε, αρχισε να γκαριζει και ο γαιδαρος, προφανως νομιζοντας ότι γινεται διαγωνισμος βροντοφωνιας, και μη θελοντας να χασει τα πρωτεια μας ακολουθησε ως το τελος. 
Ειχε πια φτασει μεσημερι και ειχαμε από όλα σχεδον τα σπιτια του χωριου. Σε λιγα μονο ειχαμε αποτυχει. Ηδη η δεξια τσεπη μου ειχε αρχισει να βαραινει από τα πολλα κερματα. Ειπα στο Σταυρο να βαλω μερικα και στην αριστερη και δεν συμφωνησε παρα μονο όταν του ειπα ότι κινδυνευε να τρυπησει και να τα χασουμε. Μας εμενε τωρα μονο ο μαχαλας με τα φτωχικα σπιτια. Πηγαμε πρωτα στο σπιτι του γραμματεα. Μας ανοιξαν και τα ειπαμε με καλη αμοιβη. Προχωρωντας παρακατω ηταν το καλυβι του Κουραπα. Η Ζωη η γυναικα του, αδυνατη, ζαρωμενη, μαυροφορεμενη, με την χιλιομπαλωμενη ποδια της και το τσεμπερι στο κεφαλι στεκοταν εξω και μας παρακολουθουσε. Σπανια τα παιδια επιχειρουσαν να πουν τα καλαντα στο σπιτι της Ζωης. Η απαντηση της στο «θεια να τα πουμε, θεια να τα πουμε»; ηταν σχεδον παντα αρνητικη. Μια φορα, παλαιοτερα, που ειχε επιτρεψει να τα πουνε, εδωσε μολις μια δυαρα και για τα δυο παιδια. Σιγα σιγα απευφευγαν και την στερεοτυπη ερωτηση. Ισως ειχαν χρονια να πουνε τα καλαντα σε εκεινο το καλυβι. Ο Σταυρος γυρισε και με ρωτησε: να τις τα πουμε; να της τα πουμε, απαντησα. «θεια να τα πουμε, θεια να τα πουμε»; φωναξαμε, περιμενοντας αρνητικη απαντηση. «πεστε τα, πεστε τα», μας ειπε η Ζωη. Παραξενευτηκαμε και αρχισαμε το τραγουδι. Εβλεπα μια αγαλλιαση να απλωνεται στο σκαμμενο και πονεμενο προσωπο της Ζωης. Επαψε να είναι η φτωχη γυναικα και μεταμορφωνοτανε σε μια αρχοντισσα αγερωχη, υπερηφανη. Αυτή την εντυπωση μου εδινε η εκφραση του προσωπου της. «και του χρονου»,ειπαμε τελειωνοντας. Αναγκαστηκαμε να το επαναλαβουμε δυο φορες, γιατι μας κοιταζε παραξενα. Φανηκε σαν να ξυπναει, να ερχεται από μακρια. Εφερε τα χερια της στην ακρη του μαντηλιου της, οπου διαπιστωσαμε ότι υπηρχε ένα μικρο κομποδεμα και σε λιγο μερικα κερματα βρισκονταν μεσα στη χουφτα της. Περιμεναμε να μας δωσει μια δυο δεκαρες. Κατι ηταν και αυτές. Θα μας χρησιμευαν το βραδυ να παιξουμε «παρτα όλα». Επιασε ένα ταληρο, το μοναδικο που ειχε και μου το προτεινε μεγαλοπρεπα. Παρτο μου ειπε, ναστε καλα, και του χρονου. Ξαφνιαστηκα, το πηρα στα χερια μου ασυναισθητα και το κοιταξα. Όχι θεια της ειπα, είναι πολλα, δεν το παιρνω. Παρτο μου ξαναειπε, είναι δικο σας. Όχι θεια της ειπα, όχι εισαι φτωχη! και αφησα το ταληρο στο περβαζι του παραθυρου, γιατι δεν το επαιρνε. την ειδα να μαραινεται αποτομα. Δεν ειχε πια αγερωχο βλεμμα. Τα ματια της γεμισαν από θλιψη, από πικρα, από απογοητευση. Το σωμα της μαζευτηκε, γερασε περισσοτερο. Δεν ηταν πια η αρχοντισσα, που βλεπαμε προηγουμενα. Γυρισα και εφυγα, χωρις να πω τιποτα, με ένα ανεξηγητο βαρος μεσα μου. Ο Σταυρος με ακολουθησε. Εγω θα παρω άλλες δυομισυ δραχμες περισσοτερο, μου ειπε. Ηταν λαθος σου να μην παρεις το ταληρο. Ανασηκωσα τους ωμους μου, χωρις να πω τιποτα. Καθησαμε λιγο πιο περα να κανουμε τη μοιρασια. Κανενας μας δεν ηθελε να παμε στα λιγα σπιτια, που ειχαν απομεινει. Ο Σταυρος από μονος του αδειασε τις τσεπες μου, εκανε την μοιρασια, κρατησε και τις τρισημισυ δραχμες παραπανω που δικαιουτανε, μου εδωσε τα υπολοιπα και εφυγε λεγοντας: ηταν λαθος σου, που δεν πηρες το ταληρο.
Στο σπιτι της Ζωης δεν ξαναειπε ποτε κανενας τα καλαντα. Μερικες φορες ακουγοντας τα ακομα και σημερα, μου ερχεται η αναμνηση της μεταμορφωσης της Ζωης σε αρχοντισσα και μετα την επαναφορα της στην μια πραγματικοτητα χειροτερη από την προηγουμενη. Αθελα μου ειχα σκοτωσει ένα ονειρο, ισως και μια ψυχη. Ο Σταυρος αλλωστε μου το ειχε πει: ηταν λαθος σου, που δεν πηρες το ταληρο!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!



Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Παραδοσιακό Χριστόψωμο



Από την κ. Μαίρη Ανδρέλλου - Κάρυστος

Το ζύμωμα του χριστόψωμου είναι ένα παραδοσιακό Ελληνικό έθιμο και γίνεται την παραμονή των Χριστουγέννων. Το χριστόψωμο μοιράζεται στο γεύμα ανήμερα τα Χριστούγεννα ή την παραμονή όπου και σταματάει η νηστεία..
Η μόνη διαφορά με τα άλλα ψωμιά είναι ο πλούσιος στολισμός του με λογής-λογής κεντίδια ...
Αυτά τα κεντίδια δεν είναι τυχαία σχήματα, είναι σημεία (όπως έλεγε η γιαγιά μου ) που συμβολίζουν τους καημούς, τα όνειρα και τις αγωνίες της ελληνικής αγροτιάς... Η γιαγιά μου είχε μεγαλώσει στον Αετό Καρύστου, σε μια αγροτική ,θεοσεβούμενη οικογένεια και παρόλο που παντρεύτηκε και έζησε στην Κάρυστο είχε μεγάλη προσήλωση στις παραδόσεις αυτές...
Το κεφαλαίο Β ας πούμε, συμβολίζει το ζυγό του αλετριού (από την ιστορία της σποράς) ενώ άλλες παραστάσεις αλέτρι, βόδια κλπ συμβολίζουν το ίδιο..
Στο άλλο μισό της επιφάνειας του Χριστόψωμου με «σωρό» ζύμης παρίσταται η «στοίβα» (οι θημωνιές), πλαισιωμένη με φύλλα αμπέλου και ελιάς, η προσδοκία δηλαδή και το όνειρο για το ερχόμενο Καλοκαίρι.
Επίσης πολλές φορές απεικονίζεται και το σπίτι στο οποίο και θα έρθει η ευτυχία της χρονιάς μια ιδιαίτερη σημασία που τονίζεται και στα κάλαντα:
«Σ΄ αυτό το σπίτι πού ΄ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει»
Όπου βέβαια, η φράση πέτρα να μη ραγίσει, είναι η απευχή του θανάτου..
Ας πάμε όμως στη συνταγή :
Η συνταγή της γιαγιάς μου είχε και μέλι,γιατί ο παππούς μου ήταν μελισσοκόμος..
Αυτήν έφτιαξα εγώ, γιατί η μητέρα μου το Χριστόψωμο το έκανε όπως το συνηθισμένο ζυμωτό ψωμί, με λίγα περισσότερα μυρωδικά...




Υλικά
-------------
Για το ψωμί-------------------
1 κιλό αλεύρι σκληρό
1 φακελάκι μαγιά ξηρή
1 κ.σ. ζάχαρη
½ κ.γ. αλάτι
1 κ.σ. γλυκάνισο
1 κ.γ. μαστίχα κοπανισμένη
4 κ.σ. μέλι
½ φλ. ελαιόλαδο
2 φλ. χλιαρό νερό
```````````````````````````````````````
Για το στόλισμα
-----------------------
½ κιλό αλεύρι
½ κ.γ. αλάτι
2 κ.σ. ελαιόλαδο
1 φλ. χλιαρό νερό
αμύγδαλα ασπρισμένα
γαρύφαλλα ολόκληρα
````````````````````````````````````````
Για το γλασάρισμα----------------------------
μέλι
νερό
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Αρχίζουμε από τη ζύμη:
Σε μια λεκάνη κοσκινίζουμε το αλεύρι και βάζουμε μία κ.σ. ζάχαρη.
Χτυπάμε στο γουδί τη μαστίχα μαζί με λίγο αλάτι και την ρίχνουμε στο αλεύρι.
Ρίχνουμε, επίσης, την ξηρή μαγιά και το γλυκάνισο.
Με μια τρυπητή κουτάλα ανακατεύουμε τα ξηρά υλικά της ζύμης, να «πάρουν τον αέρα τους».
Σιγά-σιγά ρίχνουμε το χλιαρό νερό και ζυμώνουμε με το χέρι...
Προσθέτουμε το μέλι και συνεχίζουμε το ζύμωμα.
Τέλος, ρίχνουμε το ελαιόλαδο και συνεχίζουμε το ζύμωμα.
Πασπαλίζουμε τον πάγκο με αλεύρι και συνεχίζουμε να δουλεύουμε τη ζύμη με τα χέρια.
Φτιάχνουμε μια μπάλα και την τοποθετούμε σε λαδωμένη λεκάνη, την σκεπάζουμε και την αφήνουμε να φουσκώσει για 1-1,5 ώρα.
Η ζύμη για το στόλισμα:
------------------------------------
Κοσκινίζουμε το αλεύρι σε ένα μπολ και ανοίγουμε μια τρύπα στη μέση.
Βάζουμε νερό, αλάτι και λάδι, κι αρχίζουμε να ανακατεύουμε και να ζυμώνουμε με τα χέρια μας για να «δέσουμε» τα υλικά.
Ζυμώνουμε ώσπου να «γυαλίσει» η ζύμη και να ξεκολλάει άνετα από τα χέρια μας.
Όταν φουσκώσει το χριστόψωμο το βάζουμε στο λαδωμένο σκεύος όπου θα ψηθεί.
Παίρνουμε τη ζύμη για το στόλισμα, την ανοίγουμε με τον πλάστη, την κόβουμε σε κορδέλες, την τυλίγουμε, χαράζουμε με το μαχαίρι σχήματα, ζωάκια, φυλλαράκια, ό,τι θέλουμε και έχει κάποιο νόημα για τους ανθρώπους με τους οποίους θα μοιραστούμε το ψωμί στο τραπέζι. Κολλάμε τη διακόσμηση πάνω στο χριστόψωμο, αφού προηγουμένως το αλείψουμε αυγό με ένα πινέλο.
Ψήνουμε στο φούρνο στους 190ο για 40-45΄. Τα πρώτα 20΄ δεν ανοίγουμε καθόλου την πόρτα του φούρνου για να μην «κάτσει» το ψωμί.
Όταν είναι έτοιμο, το περνάμε με μελόνερο (3 μέρη μέλι, 1 νερό).
Καλά Χριστούγεννα...
Υγεία και αγάπη, να θυμάστε πάντα, είναι τα μεγαλύτερα αγαθά....

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Οι κουραμπιέδες της Γωγώς


Από την κ. Γωγώ Κάπαρη 


 

Υλικά :

500 γρ. βούτυρο γάλακτος,
500 γρ. βούτυρο τύπου Κερκύρας (2 πακέτα των 250 γρ.κερκύρας),
2 κρόκους αυγών,
ένα πιατάκι του καφέ ζάχαρη άχνη,
μισό κρασοπότηρο ούζο,
250 γρ. αμύγδαλα ανάλατα καβουρδισμένα,
1 πιατάκι του καφέ σιμιγδάλι ψιλό,
1 φαρινάπ (500 γρ),
1 κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις
2 βανίλιες.


Εκτέλεση:
Τα αμύγδαλα τα βουτάμε για λίγο σε ζεστό νερό τα ξεφλουδίζουμε τα καβουρδίζουμε και τα αλέθουμε στο μπλεντερ. 
Χτυπάμε αρκετά στο μίξερ τα βούτυρα ώσπου να απρίσουν, ρίχνουμε την άχνη ζάχαρη, τους κρόκους αυγών, το ούζο, το σιμιγδάλι, τα αμύγδαλα και στο τέλος τα αλεύρια με τις βανίλιες αφού τα έχουμε κοσκινίσει (εδώ βάζουμε χέρι). Η ζύμη είναι μαλακή.
Μπορούμε να κάνουμε διάφορα σχήματα, όπως αστεράκια, καρδιές κ.α.
Ψήνουμε στους 180 με 200 βαθμούς για 20 λεπτά.
Τυλίγουμε στην άχνη.



Καλή επιτυχία , η συνταγή είναι πολύ παλιά και δοκιμασμένη χρόνια !!

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Το παιδί ο Σταύρος

Γράφει ο κ. Σταμάτης Μούντριχας - Αγιος Γεώργιος Αυλωναρίου


Στο κυμαίϊκο γλωσσικό ιδίωμα....



Όντες πήγα στο Δημοτικό σκολείο του χωριού μου, θελάμαστανε πάνου πο εκατονείκοσι παιδιά. Ετσιδά που τα κάμανε ρόϊδο, ήρτε-ήρτε τσαι σήμερα μήτε σκολείο υπάρκει, μήτε παιδιά. Κάμανε τον κοσμάκη να παρατήσει τα νοικοτσυριά του, να ματακομήσει στην πρωτεύουσα, άλλος να γενεί θυρωρός, άλλος εισπράχτορας στα λεφωρεία, να ζεί τσαι να ζώνεται σάμα τα λεμπούνια στην τρούπα τους, να παγαίνει στη γραμμή τόνα ποπίσου πο τ΄άλλο, δίχως να ξέρει για που τσαι γιατί. Χάθηκε ο κόσμος, γιατί δε φραγκάστη τον νεαυτό του, τη λαϊτσή σοφία που λένε, που πάππου προς πάππου τονε ορμήνευε που ¨ το λεμπούνι που θέλει να χαθεί, κάνει φτερά τσαι φεύγει¨. Ένα λεμπούνι κατάντησα τσ΄εγώ, που δεν νογάει, πως είναι μπορετό, να ζει στην πατρίδα του τσαι να τηνε πεθυμάει.
Τώρα, μπαλεύου να μη λησμονήσου, τα λόγια, τις λέξες, τις συνήθειες, τις μυροδιές, τις γέψες, τα αιστήματα, τους αθρώπους, ότι νομίζου που είναι τσαι δικό μου τσαι μου ανήκει τσαι αγαπάου κόμα τσαι τις πέτρες τσαι τ΄αγκουνάρια του τόπου μου, που πάνου τους είχα ανοίξει μικρός το τσεφάλι μου τσαι το είχα κάμει αγκυλιά. Να μου πάρουνε ότι είναι να μου πάρουνε, μα να μου πάρουνε τσαι την ψυχή τσαι του Θεού ν΄αρέσει!!!!
Εγώ ήμανε μαθημένος, τούτες τις μέρες που σφάζανε το γρούνι, όσοι είχανε, να παγαίνουνε ρεγάλο κανένα κομμάτι τσαι σ΄αυτουνούς που δεν είχανε. Τσαι μην πάει ο νούς σας που περίσευγε σε κανένανε. Τσαι ο Μανάκος που ήτανε παραξηγημένος για ψύλλου πήδημα με τον Κατσόγιαννη τσαι του είχε κόψει τσαι την καλημέρα, πάγαινε σούνταχα να μη τονε πάρει κανένα μάτι τσαι του άφηνε στην οξώπορτα το μερτικό του. Γιατί μπορεί αυτός να ήτανε ρέμπελος τσαι να σβαρνιέτανε πο καπηλειό σε ταβέρνα, μα τα παιδιά του, δεν ήτανε μονάχα δικά του. Ήτανε τσαι του χωριού.
Έμαθα πο τους γονιούς μου, που τσ΄αυτοί γλυκό ψωμί δε φάγανε, πως δεν πάει μπουκιά κάτου, άμα το παιδί του γείτονα ποτσοιμηθεί νηστικό. Τσ΄έμαθα κόμα να μην καρτερού να πάρου πίσου το καλό που έκαμα, όχι γιατί δεν πρέπει, μα γιατί θα με καβαλικέψει η απογοήτεψη.
Σαν τέτοιες μέρες που κάνουνε τσαι τα σκολεία πάψη, μαζευόμαστανε να συνταιριάξομε ο καθένας την κουμπανία του, να πούμε τα κάλαντα. Έφιαξα τσ΄εγώ τη δικιά μου, ήμανε στην έχτη τάξη τσαι παράσταινα τον αρχηγό. Το σκέδιο ήτανε, να μην πάρομε τα σπίτια με τη σειρά, γειτονιά-γειτονιά, μα να πάμε πρώτα σε ¨ επιλεγμένους στόχους¨ που λένε σήμερα στην τελεόραση αυτοί που μπομπαρδίζουνε τους αλλουνούς, Σ΄αυτούς που ήτανε αρκουμένοι πο την Άθήνα τσαι δίνανε λεφτά στα παιδιά γιατί που να τονε βρούνε τον μπακλαή, τα μελομακάρουνα , τις δίπλες τσαι τις ασκάδες που μας δίνανε οι ντόπιοι. Τα συφωνήσαμε τσ΄όλας, που με τα λεφτά που θα μαζεύαμε, θα γοράζαμε ένα ζευγάρι παπούτσα του έρημου του Σταύρου, που τονε λέπαμε να φορεί κάτι τρούπια τσαι βγαίνανε τα δάχτυλα των ποδαριώνε του όξου, σαν το τσεφάλι της χελώνας πο το καβούκι της, όντες ξεθαρρεύει. Άμα περισέψουνε, είπαμε, θα γοράσομε μπίλιες πο του Κουτσόκωστα, να τις μοιραστούμε να παίξομε.
Τα πράματα πήγανε ρολόγι, όπως τα είχαμε σκεδιάσει, ο Γεννάδιος μας έδωσε ολάκερο τάληρο, ο Μπούρικας το ίδιο τσαι την άλλη μέρα, γραμμή στου Παππά, στο Αυλωνάρι να πάρομε τα παπούτσα του Σταύρου. Αυτός, αφού νόησε ότι δεν είναι κανενούς πο μας τα παπούτσα γιατί κανένας δεν είπε να τα μπροβάρει, μας έκοψε και δύο δραχμές, που είμαστανε καλά παιδιά μαθές τσαι μας πομείνανε να γοράσομε τσαι τις μπίλιες.
Φχαριστημένοι που είχαμε κάμει την καλή πράξη, πήραμε τις καινούριες τις γυαλιστερές μας τις μπίλιες, να βγούμε στο μαχαλά να παίξομε. Καμαρώναμε τσόλας που ο Σταύρος με τα ολοκαίνουρια του παπούτσα, προτίμησε τη δικιά μας κουμπανία να χαζέψει το παιχνίδι. Στεκότανε πο πάνου μας, τήραζε κατε που παγαίνανε οι μπίλιες, σκολίαζε τα σούγκας τσαι τα καψούλια τσ΄αφού δεν έπαιζε, δεν είχε μαθές μπίλιες, μας έκανε τσαι τον διαιτητή, αφού ο Τανάς, ούλο ζαβολίες ήτανε τσαι έστεκε στο νύχι για καβγά, έτοιμος να αρπαχτεί, αμα δε γενότανε το δικό του.
Κάθε λίγο τσαι λιγάτσι όμως, χανότανε τσαι πο μία μπίλια.Για να μη χάσομε χρόνο, βγάζαμε άλλη καινούργια πο την τσέπη, με σκοπό σαν βάλουνε οι μανάδες μας τις ρεκάλες να μας ψάχουνε τσαι τελέψει το παιχνίδι, θα ψάξομε να τις βρούμε. Γλήγορα χαθήκανε όμως, δε φτάνανε για να συνεχίσομε το παιχνίδι τσαι πονηρευτήκαμε που κάποια διαολιά είναι στη μέση. Άει να πάει ο νούς σου που τις κλέβει ο Σταύρος, που ψες μόλις του πήραμε τσαινούργια παπούτσα. Τσαι δεν ήτανε μονάχα αυτό. Κανένας δεν τονε είδε, όση ώρα παίζαμε να σκύψει τη μέση του, να κάμει βρε αδερφέ μία ματάνοια, που κάνουνε οι άθρωποι στους Χαιρετισμούς στην εκκλησά.
- Μπαααα!!! κάνει ο Βάτσης. Άλλος δεν ηρτε κοντά. Αυτός μας τις πήρε, αλλά πως τις πήρε!!
Σαν τονε είδε να πομακρίνεται μονά-μονά που νόησε ότι τονε υποπτευόμαστανε, σιγουρεύτηκε.
-Για έλα δω ρε συ!! του κάνει. Γιατί μας πήρες τις μπίλιες???
- Εγώ ρε?? Ψάχτε με.
Τον ψάξαμε. Πουθενά. Τσάμπα τονε πήραμε στο λαιμό μας.
Έκανε να φύγει τσ΄αυτό το ζούδιο ο Βάτσης, τονε παρατήρησε που σαν να κούτσαινε.
- Στάσου ρε, του φωνάζει. Για βγάλε το παπούτσι να δούμε???
Παραμαζεύτη κατε πέρα, αλλά ήτανε πολύ αργός για να μας ξεφύγει. Κάτι τονε μπόδιζε τσόλας να τρέξει.
Είχε ανοίξει, ρε παιδιά , μία τρούπα στη σόλα του καινούριου παπουτσού, πάγαινε πο πάνου πο τη μπίλια, τηνε πάταγε όρθιος όπως ήτανε τσαι σβάρναγε το ποδάρι στο χούμας κατεδώ-κατετσεί, μπρός -πίσου ίσαμε να χωθεί η μπίλια πο την τρούπα μέσα στο παπούτσι. Ακούς το ζουλάπι?? Τ΄ακού να λέεις!!
Στερνά μου λέεις, να καρτερείς την πλερωμή πο το καλό που ΄καμες.Για δαύτο η λαϊτσή σοφία πρόκαμε τσαι είπε ΄΄ κάμε το καλό και ρίχτο στο γυαλό΄΄ Για τον Σταύρο το είπε. Γιατί καμία φορά οι μπίλιες για το παιδί, είναι πιό χρειαζούμενες, πο ένα ζευγάρι ολοτσαίνουργια παπούτσα. 







Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Καρυστινός μπακλαβάς

Από την κ. Μόσχα Χατζηνικολή -Κάρυστος

Γράφει η Μόσχα : "Η συνταγή αυτή είναι της γιαγιάς Μόσχας,την συνέχισε η νύφη της δηλ. η μάνα μου και τώρα τη συνεχίζω εγώ,υπό το άγρυπνο βλέμμα της κυρα-Τίκας εννοείται η οποία με πρήζει κάθε φορά με τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις!!
Και μια ωραία παιδική ανάμνηση: Όταν πεθερά και νύφη παραμονές Πρωτοχρονιάς έστρωναν τον μπακλαβά κι εγώ κουλούτσι από δίπλα βοηθούσα,ο παππούς Ζάχος έλεγε να ρίχνουμε καρυδόψιχα στις άκρες του ταψιού γιατί από εκεί θα έτρωγε η οικογένεια γιατί τα καλά κομμάτια τα φυλάγαμε για τα κεράσματα( !!) και φώναζε - καθαρευουσιάνος γαρ! - :'Ρίχτε μπόλικο στις άκρες διότι υπέρ ημών γέγραπται"!!!! 
Κι έχει μείνει μέχρι και σήμερα,όταν στρώνουμε τον μπακλαβά να μουρμουρίζουμε "υπέρ ημών γέγραπται!"....."



Η συνταγή μας λοιπόν:
Για στρογγυλό ταψί Νο 50

Υλικά :
2 κιλα φύλλο
2 κιλά καρυδόψιχα χοντροκομμένη στο χέρι ή στο μούλτι αλλά προσοχή μην αλεστεί πολύ.
Λίγη τριμμένη φρυγανιά,περίπου 1/2 ποτήρι
Από μυρωδικά κανέλα,μοσχοκάρυδο,γαρύφαλλο,λίγη μαστίχα σε σκόνη όλα αυτά σε αναλογίες όπως αρέσει στον καθένα αλλά προσοχή όχι πολύ γαρύφαλλο γιατί πικρίζει. (Εγώ π.χ. βάζω παραπάνω μοσχοκάρυδο και μαστίχα γιατί μου αρέσει η μυρωδιά τους.)
Βούτυρο εκλεκτό (εδώ είναι όλη η γεύση)

Για το σιρόπι:
3 κιλά ζάχαρη με 8 ποτήρια νερό περίπου και αναφέρω περίπου γιατί άλλος θέλει το σιρόπι πολύ δεμένο κι άλλος πιο νερουλό οπότε όπως ξέρει και θέλει να κάνει το σιρόπι του ο καθένας αλλά όπως και να το κάνει,θα προσθέσει λεμόνι για να μη ζαχαρώσει κι όταν το κατεβάσει θα προσθέσει και 2-3 κουταλιές μέλι καλό.

Εκτέλεση :
Στρώνουμε 4-5 φύλλα κάτω ραντίζοντας ένα-ένα με λιωμένο βούτυρο και μετά ρίχνουμε λίγη καρυδόψιχα να πάει παντού και άλλο φύλλο από πάνω το βουτυρώνουμε και πάλι λίγη καρυδόψιχα κλπ μέχρι να τελειώσουν τα υλικά και να ανέβει μέχρι πάνω στο ταψί.Απλώνουμε 5-6 φύλλα στο τέλος βουτυρωμένα ένα-ένα.
Κόβουμε με κοφτερό μαχαίρι κομμάτια σε ρόμβους μέχρι κάτω και σε κάθε κομμάτι καρφώνουμε από ένα γαρύφαλλο για να τα στερεώσουμε.
Ρίχνουμε από πάνω ζεματιστό βούτυρο,ραντίζουμε με λίγο νερό και το βάζουμε στο φούρνο στους 150 βαθμούς περίπου για 2,5 με 3 ώρες προσέχοντας να μην αρπάξει από πάνω.Αν δουμε να ροδοκοκκινίζει νωρίς, το σκεπάζουμε με αλουμινόχαρτο για να ψηθεί καλά κι από μέσα.....Εγώ να σας πω την αλήθεια όμως,επειδή φοβάμαι το ψήσιμο το στέλνω στο φούρνο.!
Όταν ψηθεί το σιροπιάζουμε (ζεστό γλυκό-κρύο σιρόπι ή το αντίθετο) και το αφήνουμε πολλές ώρες να τραβήξει το σιρόπι του.

Είναι κατά το έθιμο το κατ'εξοχήν πρωτοχρονιάτικο γλυκό που κάνουμε στη Κάρυστο!
Καλή επιτυχία και Καλές Γιορτές!!

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Παραδοσιακός μπακλαβάς Κύμης



Αναρτήθηκε με την άδεια του https://www.facebook.com/AVLONARIsuch-a-lovely-place-84467901565/?fref=ts 


Μπακλαβάς Κουμιώτικος από το Οριό ! 
Της κυρίας Ευαγγελίας Μοναχού".



Μια συνταγή από την γιαγιά στην κόρη, όπως όλες οι παραδόσεις και τα έθιμα μας που συνεχίζονται και αντέχουν στον χρόνο.
Είναι η αγάπη όμως που τα κρατάει και τα διατηρεί μέχρι σήμερα.Η αγάπη για την οικογένεια, τα παιδιά, τους φίλους, και ο τρόπος και η καλή διάθεση να τους γλυκάνουν για να πάει καλά η χρονιά με υγεία και καλοτυχία για όλους !
Έτσι όλες οι ετοιμασίες γίνονται με κέφι και χαρά, με τα καλύτερα και πιο αγνά υλικά της περιοχής μας. Μπορείτε στις φωτογραφίες να δείτε, από την αντίστροφη φορά, αρχίζοντας από τον μπακλαβά σερβιρισμένο στο γιορτινό τραπέζι μέχρι την αρχική διαδικασία της παρασκευής του. Μπορείτε να δείτε τον χάρακα και το καλά τροχισμένο μαχαίρι (όχι πριονωτό ), τα αμύγδαλα και τα φύλλα με τις πολλές στρώσεις...!
Γλυκό του γάμου αν και οι Κουμιώτες το πρόσφεραν και σαν γλυκό της Πρωτοχρονιάς.
Στη Κύμη για το άνοιγμα της ζύμης σε πολλά και χειροποίητα φύλλα που χρειάζονταν για το γλυκό έπαιρναν μέρος δυο -τρεις γυναίκες μαζί.
Τα άνοιγαν με "σαίτα" πάνω σε πλασταριές.
Φουσκωτός και λευκός με μπόλικο ασπρισμένο αμύγδαλο μοσχοβολά βούτυρο γάλακτος !!
Ευχαριστούμε την Μαρία Μοναχού για την επιμέλεια των φωτογραφιών.










ΥΛΙΚΑ :

1,5 κιλό φύλλο
1.5 κιλό αμυγδαλοκούλια (αμυγδαλόψυχα) (την κόβουμε σε μύλο ή στο μούλτι αλλά να μη γίνει σκόνη)
1 χούφτα ζάχαρη την οποία ρίχνεις στην τριμμένη αμυγδαλοκούλια και ανακατεύεις να ενσωματωθεί.

ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΡΟΠΙ :

1,5 κιλό ζάχαρη μετρημένη σε νεροπότηρα (όσα βγουν).
Νερό όσα ποτήρια όση και η ζάχαρη +1,5 ποτήρι επιπλέον
2 βανίλιες
1/2 λεμόνι κομμένο.
Βράζουμε το σιρόπι έως ότου δέσει καλά. Κρύο γλυκό -ζεστό σιρόπι.

ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ''ΖΕΜΑΤΙΣΜΑ'':

400 γραμ. φυτίνη
400 ml αγνό παρθένο ελαιόλαδο.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΥΝΤΑΓΗΣ

Μετράμε 7 φύλλα και τα κρατάμε στην άκρη. 
Προσοχή : Δεν τα ξεχωρίζουμε μεταξύ τους !!!!

Βουτυρώνουμε πολύ καλά 1 ταψί διαμέτρου 42 εκατοστών και στρώνουμε 7 φύλλα στον πάτο να εξέχουν γύρω γύρω στο ταψί. (1η φωτο).
Μόλις τα στρώσουμε, τα πατάμε πολύ καλά με την παλάμη μας και πασπαλίζουμε όλο τον πάτο με 1 γεμάτη χούφτα αμυγδαλόψυχα, έτσι ώστε να πάει παντού. Τις γωνίες από το τελευταίο φύλλο τις διπλώνουμε προς τα μέσα (φωτο 2).
Κατόπιν βάζουμε 1 φύλλο και πασπαλίζουμε προς τα μέσα 1 γεμάτη χούφτα αμυγδαλόψυχα, διπλώνοντας πάντα τις γωνίες προς τα μέσα και πιέζοντας δυνατά με την παλάμη μας να "κάτσει" η γέμιση περιμετρικά στο ταψί και σε όλο τον πάτο (φωτο 3)!
Θέλουμε σφιχτό αποτέλεσμα. Αυτή η διαδικασία φύλλο -αμυγδαλόψυχα -γύρισμα γωνιών φύλλου -καλό πάτημα, γίνεται έως ότου μας τελειώσουν όλα τα υλικά. 
Αφού τελειώσουν τα φύλλα και η γέμιση παίρνουμε τα 7 φύλλα που είχαμε κρατήσει αρχικά και τα από πάνω να καλυφθεί ο μπακλαβάς ! Κόβουμε ότι περισσεύει εκτός ταψιού και ξαναπατάμε όλη την επιφάνεια δυνατά να "κάτσει"

Τροχίζουμε το μαχαίρι μας πολύ καλά και κόβουμε μέχρι να πιάσει πάτο σε ίσα κομμάτια. Εδώ θέλει χάρακα και τέχνη (φωτο 4) 
Προσέχουμε πολύ να μη μας πετάξει τα φύλλα κατά την κοπή, γιαυτό το μαχαίρι μπαίνει κάθετα και κόβει, ενώ παράλληλα πιέζουμε με το χάρακα το μπακλαβά. Χρειάζονται 2 άτομα γι'αυτή τη δουλειά. 
Αφού τελειώσουμε το κόψιμο κάνουμε μια μικρή χαρακιά σε κάθε κομμάτι και μπήγουμε 1/2 αμύγδαλο μέσα, για ντεκόρ.
Ζεματάμε το μπακλαβά με τη φυτίνη και το λάδι που έχουμε βάλει να κάψουν προσέχοντας να πάρει ένα ροδαλό χρώμα .
Ψήνουμε σε φούρνο με αντιστάσεις στους 180 -200 βάθμούς για περίπου 2 ώρες. Αν δεν ροδίσει σημαίνει ότι έχει λασπώσει. 
Αφού κρυώσει τον σιροπιάζουμε :Κρύο γλυκό -ζεστό σιρόπι.


Προσοχή :Η αμυγδαλόψυχα πρέπει, πριν κοπεί, να ζεματιστεί, να καθαριστεί και να στεγνώσει πολύ καλά, τουλάχιστον 2 μέρες (2 εικοσιτετράωρα).





Καλή επιτυχία και καλοφάγωτος !!!!

ΜΑΡΙΑ ΜΟΝΑΧΟΥ




Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Κεφτέδες κολοκύθας (λιροκεφτέδες)


Από τον κ. Νικόλαο Κούκουζα



ΥΛΙΚΑ

2 κιλά λίρα (περίπου) κολοκύθα
1 μεγάλο ξερό κρεμμύδι
Δυόσμο μπόλικο
Αλεύρι όσο πάρει
Αλεύρι σταρένιο για το πανάρισμα
Λάδι για το τηγάνισμα (ελαιόλαδο με ηλιέλαιο για να γίνουν τραγανοί)

η φωτο είναι από το διαδίκτυο


ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

Τρίβουμε τη λίρα στον τρίφτη του κρεμμυδιού, αλατίζουμε και τραβάμε στην άκρη του μπωλ ή του ταψιού με κλίση για να στραγγίσουν όσα υγρά έχει η λίρα. 
Προσθέτουμε το κρεμμύδι, τον δυόσμο ψιλοκομμένο και το αλεύρι ελέγχοντας να γίνει η ζύμη αφράτη όπως κάνουμε τους κρεατοκεφτέδες. 
Μέχρι εδώ η συνταγή είναι νηστήσιμη. Οποιος θέλει μπορεί να συμπληρώσει αυτά και τυρί φέτα για νοστιμιά.
Πανάρουμε και πλάθουμε κεφτέδες όσο μπορούμε πιο πλακέ. Εναλλακτικά αν δεν θέλοουμε τηγάνι, στρώνουμε ένα χαρτί ψησίματος σε ταψί, απλώνουμε τους κεφτέδες και τους ψήνουμε στο φούρνο μέχρι να ροδίσουν καλά. 


 ΚΑΛΗ ΟΡΕΞΗ....