Στην τοπική κουμιώτικη διάλεκτο
Όντες ποτελειώνανε τα παζάρια, οι αθρώποι στο χωριό, πέφτανε με τα μούτρα στις ελιές.Μικροί μεγάλοι χουνιώντανε τσαι μαζεύανε τις χαμάδες και ξαρίζανε τα δέντρα που ήτανε στα στυβερά. Είχανε μαθές πέσει οι πρώτες βροχάδες, το χούμας είχε ξεπετρώσει πο το καλοτσαιρινό λιοπύρι τσαι ήτανε μπορετό με το τσαπί τσαι την ξάλη να παστρέψεις πο κάτου πο το δέντρο τις αστυβιές, τα κονιζά τσαι τις γουρλομάτες, γιατί άμα έβαζες ραβδιστήρα, άει πιάσε τις ελιές μέσα πο τα τσιλώματα, που σου κάνανε τα χέρια δρυμόνι.
Ο γερο-Βλάχος, του διαόλου ο νοικοτσύρης, κίνησε τσ΄αυτός να ξαρίσε μία μαυροελιά που είχε στα Μαυρακλήματα, ολάκερη πλατάνα, που ήτανε στο φρύδι του καναλιού τσαι τηνε είχανε πλήξει τα βάτια τσαι τ΄ασπιλάθια.
Έφτασε χάραμα να δουλέψει με το δροσό τσαί ΄πο μίας αρχής ξερίζωνε τα τσιλώματα. Έφαγε την ώρα του, ίδρωνε- ξίδρωνε, κωλοκαθέτανε που δεν ήτανε τσαι πολύ της προκοπής, μεσουράνισε ο ήλιος ίσαμε να ποσώσει το τσάπισμα. Βούτηξε στερνά την τσουγκράνα τσαι τσουγκράνιζε τα ξεροχόρταρα τσαι τ΄αγκάθια κατέ την κάτου μεριά που κατηφόριζε τσαι τα πέταγε μέσα στο κανάλι. Είδε τσ΄έπαθε μέχρι να φτάσει στο τέλος, να σιάξει έναν όχτο με τα χούματα πέρα πέρα στο κανάλι να γλυτώσει τις ελιές που στο ράβδισμα θα κουλουράγανε, θα πέφτανε στο ρέμας τσαι θα παγαίνανε χαμένες.
Πίσου τσαι κατε πίσου με την τσουγκράνα, να το ομορφοφιάξει τσ όλας να μην τονε κοροϊδεύουνε που ήτανε πατσατσούλης, πως αφαιρέθει, πάτησε το ποδάρι του στον αέρα τσαι πάρτονε τ΄ανάσκελα μέσα στο κανάλι. Πο Θεούθες τσαι για καλή του τύχη, τονε προστατέψανε τα βάτια τσαι μπορεί να ξηλώθει η μούρη του, όμως δεν έσπασε τσαι κανένα κόκκαλο
Σαν βρέθηκε τ΄ανάσκελα στο κανάλι, με τις ματούρες του να τηράζουνε τον ανήφορο, κόντεψε να του ρτει αποπληξία. Ούτε μισή ελιά δεν είχε πάνου το δέντρο.
Ο Στρουμπής που πέρναγε πο το δρόμο, κόντεψε να πέσει πο το γαΙδούρι που τον άκουγε να βρίζει και να καταριέται το δέντρο.
- Ρουφιάνα, δε φταίεις εσύ. Εγώ ο μουρλός φταίου που κάθομαι να σε ξαρίσου τσ΄όλας. Ρημάδα, το τζάκι θα σε φάει φέτος. Ου να μου χαθείς, δέντρο σαρνικό. Τέσσερις χρονιές τσαι μία ελιά για σημάδι δεν έκαμες, που να σου καμωθεί να σκάσεις Παναγία μου. Που πρυκαγιά να περάσει Άγιε μου Γιώργη, κούτσουρο να γενείς.
Αμα δεν έλεπε το Στρουμπή που είχε ξεραθεί στα γέλια και δεν φοβότανε που θα τονε έκανε ρεντίκουλο στους αλλουνούς το βράδυ στον καφενέ, κόμα θα έβριζε.
Σαν ζωγράφος που είμαι προσπάθησα να φτιάξω μπροστά μου την εικόνα που έβγαινε μέσα από το κείμενο.Μου αρέσει τόσο να διαβάζω τέτοια κείμενα μόνον ομολογώ δεν κατάλαβα ορισμένες λέξεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟτι δεν καταλαβαίνεις Αχτίδα μου εδώ είμαστε να σου εξηγούμε
ΑπάντησηΔιαγραφή