Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Τα παλιά χρόνια στο λιοτρίβι


Γράφει και διηγείται ο κ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΜΟΥΝΤΡΙΧΑΣ  -  Αη Γιώργης Αυλωναρίου
Το κείμενο απεικονίζει την τρόπο που έβγαινε το ελαιόλαδο στο λιοτρίβι και τη ζωή του χωριού γύρω απ' αυτή τη τόσο σημαντική διαδικασία, γραμμένο στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. 



 "Παραδοσιακή ζωή"
χειροποίητο χαλί μικρών διαστάσεων

Ο καρπός στα ταρπιά ήτανε μανεμένος. Κόμα δεν είχαμε βάλει ραβδιστήρα, αλλά είχαμε μπιτήσει πάνου πο τριάντα ξάγια μονάχα πο τη χαμάδα. Άμα κούμπαγες πόξου τα ταρπιά θα καταλάβαινες πο την πύρα ότι το πράμα δεν παίρνει αναβολή. Άσε που η τσιγκίλα σου τρύπαγε τα ρουθούνια. 
Το δίχως άλλο ταχιά, θα ΄πρεπε να πάρομε σειρά στο λιοτρίβι, ειδάλλως θα γενόντανε ντίπου κοπριά στην αυλή και τσάμπα ο κόπος μας. Εντάξει ο Μήτσος ο Δεσπότης ο λιοτριβάρης, θα μας έκανε στην αρχή το ζόρικο, ότι τάχαμου δεν προκάνει, αλλά στα τελευταία, θα μας έλεγε με ύφος συνωμοτικό και στ΄αυτί, πως θα μας έβαζε μπροστά πο άλλους που είχανε κρατημένη σειρά. Δε βαριέσαι, το ίδιο έλεγε σε ούλους, μη χάσει κανένανε. Μας έκανε χάρη μαθές. Τόσα χρόνια, το μάθαμε το παραμύθι του πλέα.
Η μαύρη η αλήθεια ήτανε, πως και μείς καρτεράγαμε πότε θα βρέξει, μην πάει και η μέρα μας χαμένη στο λιοτρίβι, αλλά παρά τα σημάδια και τις αποτυχημένες προβλέψεις του Τίγκα, ο Μεγαλοδύναμος δεν έλεγε να μολύσει τις κάνουλες τ΄ουρανού. Είπαμε, όντες ο άθρωπος κάνει λογαριασμούς, ο Θεός γελάει. Αυτός έχει και το μαχαίρι, αυτός έχει και το πιπόνι. Λογαριασμό δεν έχει να δώσει σε κανένανε. Θέλει βρέχει, θέλει χιονίζει, θέλει ήλιο βγάζει και σκάει ο τζίτζικας. Κουμάντο θα μας βάλει;
Όπως ακριβώς τα λογαριάζαμε, έτσι και γενήκανε. " Ανεψάκι μου για το χατήρι σου" και τα ρέστα. Πρωτού ο Θεός χαράξει τη μέρα του, φορτώσαμε τα ταρπιά στο γαϊδούρι και τραβήξαμα γραμμή για το λιοτρίβι, στ΄ Αφεντικά. 
Ούλοι στα πόστα τους, ολοβούτηχτοι, σα λαδωμένοι ποντικοί. Ο Δεσπότης στ΄αλώνι, ο Τσόρκος τσαντηλιάρης, η Παναγιού στο κακαβοστάσι να σουνταβλεί τη φωτιά για να κάμει θερμό, ο Μιχάλης στην πυρίνα κι ο Γιώργης ο Δεσποτάκος στο πυθούλι με την αγκυλιά και στο ζύγι. Η χρονιά ήτανε λαδιάς και όντες ήτανε, δεν έπερνε κανένας το δικαίωμα, λέπεις.
Δουλειές με φούντες κι εχτός πο τις δουλειές και κέφι και καλαμπούρι. Ο Σεραφής, φόρτωνε τις λαδίκες και δεν έχανε καιρό να τσεντάει πότε τον ένανε και πότε τον άλλονε. Του μπαρμπα- Γιώργη του Καπετάνιου τα παιδιά, τρία κορίτσα κι ένα παληκάρι, είχανε βουτηχτεί για την μπουκουβάλα. Μονάχα η Λένη -θράσο πράμα- στεκότανε φρόνιμη σε μία ακρη και δεν έβγαζε άχνα. Της Κατίγκως πάγαινε η στομάρα της πολυπορδείο. Μωρέ είναι μία κόφτρα αυτή, ο Θεός να φυλάει το Μεγαλοδύναμο. Ήρτε και ταίριασε φιλί-κλειδί με τη μικρή την Αργυρή. " Γιατί, γιατί, γιατί " τσίριζε και χτύπαγε τα ποδάρια της στο χούμας. "Μονάχα αυτό το μονάντερο θα τρώει μπουκουβάλα; Εγώ στο πηγάδι κατούρησα; "
- Μη ρεκάζεις μαρή έτσι δα, έκανε σφιριχτά μέσα πο κάτι λίγα δόντια που της είχανε πομείνει, η μάνα τους η Όλγα. Μάζεψε μαρή τα ποδάρια σου που πατείς τις ελιές και τις έχεις κάμει σκλατσάδα. Τον αδερφό σου δεν τονε λέπεις που κάθεται Παναγία; Δεν ακούνε ρε!! Σταθείτε τώρα να περάσει ο γανωτής να σας βάλει στο τσουβάλι. Πρεπάσες.
- Ναί μωρε. Αυτός κάθεται στ΄αβγά του, γιατί έχει καμουμένα τη δουλειά του. Τρείς φετάρες μπουκουβάλα έχει χάψει.
- Αστοδιάλο μαρτυριάρα. Φοράδα. Γκιόσα ε γκιόσα.
-Να πάεις και να μη γυρίσεις και στο δρόμο να ψοφήσεις. Κατσικομούνουχο. Σώνει και καλά να σου περάσει, αφερέγγυε, πανάθεμα το γινάτι σου.
Πέφτανε βροχή τα στολίσματα και που κι ανάρια έπεφτε και καμία ξανάστροφη. Τίποτες όμως δεν ήτανε μπορετό να κόψει στη μέση την αλυσίδα της δουλειάς.
- Γιούργια. Χουνηθείτε να τελέψομε το στάμα, φώναζε ο Δεσπότης. Αργήσαμε και όπου να ΄ναι θα καταφτάσουνε οι Κρεμαστιανοί και θα μας πάρουνε με τις πέτρες.

Το αλώνι του λιοτριβιού συντηρημένο σήμερα στολίζει κήπο
Από το λιοτρίβι Βραχνού στον Αλμυροπόταμο  
Το φαί στο αλώνι, είχε γενεί αλοιφή. Τό άλογο έφερνε υπομονετικά τον ατελείωτο γύρω του. Ο Τσόρκος έσπαγε την πυρήνα μέσα στα τσαντίλια και τα άδειαζε στα καλαμένια ταρπιά να είναι έτοιμα για το δεύτερο χέρι. Η Παναγιού με την αγκυλιά θέρμαγε τα τσαντίλια και με το θυμάρι σκούπιζε τις μυλόπετρες να μην πομείνει καθόλου φαί. Κράκ- κράκ έκανε το κλειδί στην καστάνια και το έμπειρο αυτί του Δεσπότη καταλάβαινε πο τον κρότο, πόσο έπρεπε κόμα να σφύξει το πιεστήριο.
Σαν άρχιζε το στύψιμο, λειωμένο χρυσάφι έτρεχε στην πέτρινη γούρνα και ανέβαινε στον αφρό το λαδάτσι, πιό αλαφρύ, ξεχώριζε πο τη μούργα. Το βλογημένο το λάδι. Αυτό το δώρο του Θεού, γιόμιζε το πυθούλι και στερνά τα πιθάρια των νοικοκυραίων. Και το φαρμάκι της ελιάς του βράχου και της πέτρας, ανακατωμένο με τον έδρωτα του αθρώπου, γενότανε θροφή, γλυκιά θροφή π΄ανάστησε γενιές κι έθρεψε τον κοσμάκη. Το λάδι, που αντάμα με το σφογγό, τη λαχανίδα και την Ελληνική ψυχή, μπαλέψανε τον Ναζισμό και νικήσανε της κατοχής την πείνα.
- Άντεστε να νετάρουμε, να ρίξουμε του Γιώργη, χούγιαζε στους αλλουνούς ο μπαρμπα-Μήτσος.
-Εσύ μας είπες για Κρεμαστιανούς και τώρα μας φανέρωσες το Γιώργη; Πολύ μας ανακατώνεις Μήτσο, θα χάσομε τη σειρά και θα γενεί πάλε καμία παραξήγηση, έκανε η Παναγιού.
- Σάματι ρε μπόσικη, πο που κρατάει η σκούφια του Γιώργη; Ο παππούς του ο Προκόπης πο τον Κρεμαστό δεν ήτανε ρε μουσκάρι;
Έτσι τα δικαιολόγησε ο Δεσπότης που πήραμε τη σειρά των αλλωνώνε κι ο Μιχάλης χαμογέλασε κάτου πο τα μουστάκια του με κατανόηση και μου ΄κλεισε το μάτι, γιατί μας συμπάθαγε και εχτιμούσε πολύ τη συγγένεια.

Το πιεστικό μηχάνημα του λιοτριβιού, η Βίδα.

Όμως " φείδου χρόνου" που θα πεί πως ο χρόνος είναι πολύτιμος και καμία σκέση δεν έχει με την εξήγηση του συμμαθητή μου του Μπέλλου που πίστευε "'ότι σημαίνει ότι άμα δεν σε φάει το φίδι φέτος, θα σε φάει του χρόνου"
Καλά αυτός μία δόση που τονε αρώτηξε ο Δαματόπουλος να του πεί τους αιτιολογικούς σύνδεσμους και του ψυθίρισε πο πίσου ο Γκαρούτσος "τοιγάρ τι, τοιγαρούν." αυτός δεν άκουσε καλά και είπε " τη γάτα τη βαρούν" και κει χάμου που ο Αρχιμήδης είπε " δος μοι πα στώ και ταν γαν κινήσω", ο Μπέλλος έλεγε " δωσμου παστό και θα στο τηγανίσω". Ήθελε να πάει και στον Κρόνο να σπουδάξει, ο άσκετος. Δω χάμου ο Κρόνος έφαγε τα παιδιά του, τον Μπέλλο θα άφηνε.
-Άντε παληκαράτσι μου, μου κάνει ο πατέρας μου, μόλις κατεβάσαμε τα ταρπιά. Τράβα να καλιβώσεις τη γαϊδούρα, μέχρι να τελειώσομε πο το λιοτρίβι. Χασομερίσαμε που χασομερίσαμε, μην πάει η μέρα μας ντίπου χαμένη.
- Ασε πατέρα, θα πάου αύριο, διαμαρτυρόμουνα εγώ, που δεν ήθελα να χάσου το κλίμα του λιοτριβιού και την μπουκουβάλα.
-Πόσες φορές θα στο που ρε παλιοκερατά; Δεν σου έχου πεί να μην αφήνεις ποτές για αύριο ότι είναι να κάνεις σήμερο; Αύριο, το σήμερα θα είναι χτές. Άντε λεβέντη μου, με καλόπιανε, πάγαινε σε όποιονε σου κάνει κέφι. Θέλεις στον Ποστόλη του Τσαλεμιγκή, θέλεις στο Νικολό τον Κρόκο.
Διάλεξα τον Νικολό, γιατί στου Τσαλεμιγκή φοβόμανε να περάσου πο του Γάντζου, γιατί μου κούναγε το μοναδικό μικρό του δαχτυλάκι, αυτό που του είχε πομείνει πο τότες που έσκασε ο δυναμίτης μέσα στα χέρια του, και μου έκανε " κικιρικου-μπούμ" Άσε που πέρναγε πο το μυαλό μου η ιστορία ότι ο Γάντζος στην κατοχή, ξέθαψε πεθαμένο για να του πάρει τα παπούτσα. Κόντεψα να τελειώσου το Γυμνάσιο μέχρι να γενούμε φίλοι με τον μπάρμπα-Κώστα.
Παγαίνοντας για του Κρόκου παντηθήκαμε με την Παπαγιώργαινα που μ΄ενα μπλόχερο μολώχια, πάγαινε να ταγίσει τα κουνέλια. Επειδής αυτά καθυστερούσανε να βγούνε πο τις τρούπες που ήτανε πιότερες πο τις γαλαρίες της Δεής, τά κραζε " κουνι-κουνι-κουνι " πο τα μακριά, να προκάνουνε τις κότες που άμα βλέπανε χλορουσά, δεν αφήνανε τίποτες. " Ξε-ξε-ξε", φώναζε η Παπαγιώργαινα και απο ένα τσούρμο κότες, ξεχωρίζανε οι ξένες και τρέχανε φοβισμένες για τα δικά τους κοτέτσα. Μυστήριο πράμα!!!
Το μπάρμπα Νικολό, τονε πέτυχα να πολεμάει μ΄ένα αλέτρι, μία στο καμίνι, μία στ΄αμώνι. Και δόστου να φυσάει με το φυσερό και ματαδόστου να χτυπάει το κοκκινισμένο σίδερο με το σφυρί και να το γυρίζει με την τσιμπίδα, μπας και φέρει στα ίσα του το υνί.
-Καλημέρα μπαρμπα Νίκο. Με έστειλε ο πατέρας μου να μας καλιβώσεις τη γαϊδούρα.
-Καλως το συγγενή. Αμέσως τελειώνου. Δε μου λέεις, είναι ήμερο το ζο ή πρέπει να του βάλου διαβασά;
-Εμένα με γνωρίζει. Μη σε μέλλει, θα την κρατού εγώ πο το καπίστρι.
-Κανόνισε φουκαρά μου να είναι κακόδεχτη, να μας πλακώσει στις κλωτσές. Γιά να δούμε τα νύχια; Όχι τα δικά σου ρε μπούφο, τι πλώνεις τα χέρια; Αααα, είναι ότι πρέπει. Ξέρεις το καλοκαίρι, χρειάζεται να τα βρέχεις, να πομείνουνε ώρα με το νερό , μέχρι να μαλακώσουνε. Τώρα όμως με τις βροχές, έχουνε μαλακώσει πο μοναχά τους. Σου είπανε τι καλίβωμα θέλετε;
-Που θέλεις να ξέρου εγώ ρε μπάρμπα;
- Ασε, θα τονε περιποιηθού εγώ τον ξάδερφο. Θα κάνου το Γερμανικό στα πισινά ποδάρια με τα ανοιχτά τα πέταλα και στα μπροστινά θα βάλου πλάκες. Έξε καρφιά, τρία ποδώ, τρία ποκεί κι όξου πο την πόρτα. Για ένα χρόνο δε θα ματαχρειαστεί να τηνε ξαναπεταλώσετε. Θα σας έκαμα θερμή πετάλωση με το σατράνι που κάνουνε στα μουλάρια στο στρατό, αλλά δεν υπάρχει λόγος. Δικοί μου άθρωποι είσαστε και δεν θέλου να κάμετε περίσσα έξοδα.
-Όπως νομίζεις, εσύ ξέρεις.
-Για πιάσε πο κεί την καγιάρα. Έτσι σιγά, με το μαχαίρι να του κόψομε πρώτα τα νύχια, που κοντεύουνε να γενούνε σαν του γερακιού. Ετσι μπράβος. Πιάσε και το σφυρί με τα καρφιά. Δω χάμου θέλου να μου κρατείς καλά το ζουντανό, μη στραβοπατήσει και δεν μπεί σωστά το καρφί. Στερνά θα παγαίνει σαν τον Μινέα πο τα Χάνια, που έχει ξύλινο ποδάρι. Δεν είναι καιρός τώρα για τέτοια. Άμα κουτσαίνει το γαϊδούρι ρε θεομπαίχτη, πως θα βγάλετε πάνου τις ελιές πο τον Κάραβο και πο την Άγια Κεριακή που είναι γκρεμίλες; Δώ το νού σου, μη χαζεύεις σου είπα. Α μπράβος. Ούλα καλά. Τράβα τώρα που σε καρτεράνε στο λιοτρίβι κι άμα δείς να φυλάει κανένα ποδάρι, μη τηνε φορτώσετε. Ματαφέρτηνε πίσου, να δου τι θα κάνου.
Όντες γύρισα πίσου στο λιοτρίβι, γενότανε χαλασμός κόσμου. Ο μπάρμπα Νίκος ο Καντάρης ήτανε στα κέφια του, τραγούδαγε στους αλλουνούς τον "ψύλλο" και το " πέντε ποντικοί βαρβάτοι" και αξίωνε κάθε στοίχο να τονε ματαλέει το φιλοθέαμο κοινό, που ήξερε και έλεγε. Φάνηκε πως τους διάκοψα, ήμανε και μουτρωμένος που είχα χάσει όλη αυτή την κατάσταση, ο μπαρμπα Νίκος με πήρε με το καλό.
-Τι σου κάμανε παληκαράτσι μου και μου είσαι σαν τη συννεφιασμένη Κεριακή; Θέλεις λιγά μπουκουβάλα; Ξέρεις γιατί δεν μπορούνε να καταλάβουνε πως είναι τόσο νόστιμο το ψημένο ψωμί με το λαδι; Θα στο που εγώ να το μάθεις. Για τι το ψωμάτσι είναι ψημένο στην πυρήνα και έχει πάρει το άρωμα της ελιάς και το λάδι είναι κόμα αψύ, άγγουρο, δεν έχει κόμα γλυκάνει. Κατάλαβες; Αυτά που σε μαθαίνου εγώ, όχι η δασκάλα σου η Σοφία δεν τα ξέρει, μήτε η Αριστέα που είναι καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο τα γνωρίζει. Μονάχα εγώ κι ο Δεληπέτρος τα ξέρομε αυτά τα μυστικά. Άντε χρυσό μου παιδάτσι, σκάσε μου ένα γέλι για δεν μπορού να σε λέπου έτσι δα.
-Δεν έχου τα κέφια μου μπαρμπα Νίκο. Εσείς ούλοι-ούλοι τρεις άθρωποι, που βρίσκεται την όρεξη και το γλεντάτε;
- Τρείς άθρωποι και είναι λίγοι για γλέντι ρε μούρλιακα; Δω χάμου η Κουλοθανάσαινα, πάγαινε να φυλάξει τα ζα και έστανε το χορό μοναχή της. Αφού δεν είχε κανένανε να τηνε κρατεί, έδενε κι αυτή ένα δεματικό στο στύλο στο αλώνι και χόρευε τραγουδιόντες. Έδωνε, έπαιρνε, τυλιγιότανε ντίπου το δεματικό στο στύλο κι αφού δεν είχε άλλο περιθόριο, άντε πάλε κατε πίσου μεχρι να ξετυλιχτεί.
Μέσα στην απελπισία μου με τις δουλειές του χωριού, που λίγο-πολύ έχουνε κι αυτές της ελιάς το φαρμάκι, μου πέρασε πο το νού , το πότε θα έρτει η ώρα να πάρου κι εγώ των ομματιών μου για την πρωτεύουσα.
Τη σκέψη μου διάκοψε η βροντερή φωνή του μπαρμα Νίκου που 'λεγε:
- Τί όμορφη που είναι ρε παιδιά η ζωή στο χωριό μας. Τί τέρλα μας κόλλησε και ξενιτευτήκαμε, παρατήσαμε ούλα μας τα καλούδια και πήγαμε να ζήσομε ο ένας πάνου στον άλλονε. 
Να μου το θυμάστε, άμα φύγου για την Αθήνα, θα γιομήσου ένα ταγάρι πέτρες και θα τις σφουντουρίζου στα αυτοκίνητα.


Ψωμί διακοσμημένο με φυσικές ελιές
και σχέδια ελιάς από την Εύβοια   
Λεξιλόγιο :
ταρπιά = κοφίνια
μπιτήσει = τελειώσει
μπουκουβάλα = ψωμί ζυμωμένο με φρέσκο λάδι
αγκυλιά = σκληρή κολοκύθα κομμένη στη μέση που χρησιμο-ποιούσαν για χρηστικό σκεύος υγρών
τσεντάει = πειράζει
ρεκάζεις = φωνάζεις, ξεφωνίζεις
αλώνι = το αλώνι του λιοτριβιού 
να καλιβώσεις = να πεταλώσεις 
σφουντουρίζω = πετάω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου