Με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της Καρυστίας (Αλιβερίου - Κύμης - Καρύστου)
Γράφει και διηγείται ο κ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΜΟΥΝΤΡΙΧΑΣ
Οντες τότες κάνανε το προξενιό του Γιακουμή με την Παναγιού, δεν έβαζε ο νους του τι τονε περιμένει. Έκανε τρείς κοπέλες, φοράδες τις έλεγε και ένα παληκάρι, τον κακούργο. Αφού τα κόρδαρε ο Τραντάφυλλος, φορτώθηκε την πεθερά του, κι αυτούς τους κορακοζώητους τους γονιούς του.
Έτσι βρεθήκανε σε ένα δώμα πέντε ψυχές και τρείς στην κουζίνα οχτώ. Για να χωρέσουνε, κοιμίζανε τα παιδιά στρωματσάδα. Ευτυχώς που είχανε μπροστά το σώχωρο για αυλή και σαν έφεγγε ο Θεός τη μέρα, βγαίνανε όξου να παίξουνε. Χαλάγανε τον κόσμο με τις φωνές τους.Παίζανε το κουτσό και πετάγανε την αμάδα και πρέπει να είχανε άγιο που δεν ανοίγανε τα κεφάλια τους, να τα κάνουνε αγγλιά.
- Ξόφλια, φώναζε η Κατινίτσα
- Το μπακλαβουτό το παίζομε; ρώταγε η Μαριγούλα.
- Το παίζομε, αλλά δεν έχομε "ήρτε μία γριά απ την πόλη κι έφερε το χάσι-χάσι". Ζαβολιάρα, ε ζαβολιάρα.
- Βρε άστο διάλο σαρνηκοφύλικο..
Ο Νικολής, με την μικρή την Τασούλα, παίζανε με τον παππού τους, τον πατέρα του Γιακουμή.
- Ντερμί-ντερμί, έκανε αυτός, να πάτε να μου φέρετε ένα σουτσόφυλλο πο τη σουτσά του μακαρίτη του Καπετάνιου.
- Σε γελάσανε. Να μας πιάσει ξυσμονή πο τα γάλατα και να γενούμε πάλι μπαούτσα. Ξεπετσωθήκαμε προψές πο το ξύσιμο. Να παίξομε το "έχου ένα αυτοκίνητο, που όλο όλο τρέχει".
Καθότανε κι ο Γιακουμής κάτου πο την κυδωνιά να πιεί τον ρεβυθοκαφέ του και χάζευε. Είχε και το νού του κιόλας στα μικρά, γιατί ο Νικολής τις άλλες που έτρεχε και φώναζε "πέσε- πέσε βρύουλα", περδικλώθηκε σένα σβάτο και έκαμε την μούρη του λουρίδια. Ο γέρος δεν ήτανε και πολύ στα συγκαλά του να τούχει εμπιστοσύνη. Σα χαμένα να τα είχε. Ποίος ξέρει; Μπορεί να είχε κανένα χρέος στη Μιχαλού λησμονημένο.
Αφού μια μέρα λέει στο γιό του.
- Γιακουμή μου, να μην αβασκαθεί αυτό το παληκαράτσι σου, ζωή ναχει. Τί κοφτερό μυαλό είν' αυτό. Μου είπε προψές μία κουβεντίτσα το ξόγανο, σα μεγάλος άθρωπος. Πο πού τα ξεσηκώνει ο διάολος. Όση ζωή κι αν έχου δεν πρόκεται ποτέ να ξεχάσου τα λόγια του.
-Τί σου είπε ρε γέρο και σου τυπώθηκε δα τόσο πολύ στο μυαλό?
-Τί μου είπε μαθές; Έλα που το λησμόνηκα?
Ακούστηκε πο τ' Αλώνια η καραμούζα. Ο Παναγιώτης ο ταχυδρόμος θελάτανε. Ο γέρος, πήρε το μπαστούνι και σηκώθηκε.
- Πάου κατε κεί. Είπανε πως θα φέρουνε σήμερο τις σύνταξες.
-Τί είναι σύνταξες παππού? ρώτησε ο Νικολής
- Σύνταξες γιόκα μου, είναι κάτι καλοί άθρωποι, που σου μαζεύουνε τα λεφτά όσα χρόνια δουλεύεις και στο τέλος στα δίνουνε λίγα-λίγα. Σε όσους προκάνουνε δηλαδής.
- Χαμένα τα έχει ο γέρος, πετάχτηκε η μεγάλη η Κατινίτσα. Εμένα η Δασκάλα μου είπε ότι σύνταξη είναι να βάζου τα ουσιαστικά και τα ρήματα στη σωστή σειρά.
- Το ουσιαστικό είναι να πάρου τα λεφτά πες τα χαιρετίσματα στη δασκάλα, είπε κι ο γέρος και πήρε τα ποδάρια του.
Την πεθερά του, δεν την είχε και πολύ στο στομάχι ο Γιακουμής. Του ρχότανε και στο νού τότες που τονε γούρλωνε, λυσοβράτση στο γήτεμα και τον έπιανε αναφυλλαξία. Καντήλες πέταγε. Όλο μέργιαγε πο μπροστά της και πολλά-πολλά δεν ήθελε με την πάρτη της. Κουβάλαγε ένα σουρό χούγια και όπως λέει κι ο κόσμος, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Του ίδιου δεν του έκανε ένα χουνέρι, που το φύσαγε και δεν κρύωνε; Μία δόση που λειπε ο Γιακουμής, τότες που δούλευε στο ΕΝΤΖΙ, για δύο -τρείς μήνες, έγινε.
Σα γύρισε στο σπίτι και μπήκε μέσα νύχτα ώρα, βλέπει την Παναγιού τη γεναίκα του κουκουλωμένη στη στρώση τους. Λιμασμένος όπως ήτανε ο άθρωπος πο την απραξία, πέφτει πο πάνου και πάρε κι αυτό και πάρε κι εκείνο και δόστου νάχει. Ήρτε και ξάναψε πο το ξαφνικό και για πρώτη φορά του φάνηκε κι η Παναγιού τόσο καλόδεχτη.
Βγήκε να ρίξει λιγά νερό στα φλογισμένα του μούτρα, στο νιφτήρα που είχανε στη ροϊδιά κρεμασμένο. Μόλις πάτησε το ποδάρι του στο πλατύσκαλο, ήρτε μούρη με μούρη με την Παναγιού. Ου Χριστός και Παναγία. έτριψε τα μάτια του, τα ξανάτριψε, μπααα. Ευτυχώς που του μίλησε και κατάλαβε πως δεν είναι ξωτικό, γιατί ήτανε έτοιμος να παραμαζευτεί, να το βάλει στα ποδάρια.
--Καλώς τον αφέντη του σπιτιού μου. Καλως όρισες Γιακουμή μου. Τι μου κάνεις?
- Σκουλήκους. Σκουλήκους να με φάνε κάνου, που να μου καμωθεί να σκάσου. Καλά ρε Παναγιού, στη στρώση μας, ποίος ήτανε ξαπλωμένος;
- Μη φουρκίζεσαι Γιακουμή μου. Νααα η μάνα μου δεν ήτανε πάλι τόσο στα καλά της και...
- Τι δεν ήτανε στα καλά της ρε ζουντανό. Εγώ όπως την είδα κουκουλωμένη, τηνε πέρασα για σένα και πάρε τα ρέστα τώρα.
Πάνου στην ώρα, φάνηκε και η πεθερά του. Κόμα πολέμαγε να ισιώσει τα ρούχα της και το χαμόγελο της ευτυχίας της έφτανε μέχρι τ' αυτιά !!!
-Τί έγινε ρε μάνα; έκανε τρομαγμένη η Παναγιού. Αφού είδες ότι ήτανε ο άντρας μου, γιατί μαρή μαλιασμένη δεν μίλαγες;
- Εγώ να του μιλήσου αυτουνού; κάνει η Μαριγώ. Εγώ να του μιλήσω; Ούτε είχα κόρη μου, ούτε θέλου νάχου κουβέντες με δαύτονε. Άκου να του μίλαγα. Εγώ δεν του μίλαγα τον καλό καιρό, απόψε που ήμανε ανήμπορη στη στρώση θα του μίλαγα;
ΤΕΛΟΣ
Λεξιλόγιο :
αγγλιά (κολοκύθια κούφια), σαρνικοφήλικο (αρσενικοθήλυκο), σουτσά (συκιά), λυσοβράτση (με κατεβασμένα βρακιά), μέργιαγε (παραμέριζε), θα το που (θα το πω),
την θυμάμαι αυτή την ντοπιολαλιά από τον θείο μου στην Κάρυστο και τον παππού μου...ακόμα και ο πατέρας μου αν και χρόνια ξενητεμένος από εκεί συχνά μίλαγε κάπως έτσι..
ΑπάντησηΔιαγραφή